Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cronologìa (θηλ.ουσ) croupier (ουσ αρσ )
cronològico (επίθ.) crucciàre (ρ. μτβ.)
cronologìsta (ουσ αρσ και θηλ.) crucciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
cronometràggio (ουσ αρσ ) crucciàto (επίθ.)
cronometràre (ρ. μτβ.) crùccio (ουσ αρσ )
cronometrìa (θηλ.ουσ) cruciàle (επίθ.)
cronomètrico (επίθ.) crucifórme (επίθ.)
cronometrìsta (ουσ αρσ και θηλ.) crucivèrba (ουσ αρσ )
cronòmetro (ουσ αρσ ) crudèle (αρσ. επίθ και ουσ)
cronoscòpio (ουσ αρσ ) crudeltà (θηλ.ουσ)
cronotècnica (θηλ.ουσ) crudézza (θηλ.ουσ)
cronotècnico (αρσ. επίθ και ουσ) crùdo (αρσ. επίθ και ουσ)
cronòtopo (ουσ αρσ ) cruènto (επίθ.)
crosciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) crumiràggio (ουσ αρσ )
cròscio (ουσ αρσ ) crumìro (αρσ. επίθ και ουσ)
crossàre (ρ.αμτβ.) crùna (θηλ.ουσ)
cròsta (θηλ.ουσ) cruóre (ουσ αρσ )
crostàcei (ουσ αρσ πληθ.) crup (ουσ αρσ )
crostàceo (ουσ αρσ ) cruràle (επίθ.)
crostàta (θηλ.ουσ) crùsca (θηλ.ουσ)
crostìno (ουσ αρσ ) cruscànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
crostóne (ουσ αρσ ) cruschèllo (ουσ αρσ )
crostóso (επίθ.) cruscherèllo (ουσ αρσ )
cròtalo (ουσ αρσ ) cruscóne (ουσ αρσ )
cròton (ουσ αρσ ) cruscóso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: