Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcruènto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kruˈɛnto] 1 καθημαγμένος 2 αιμόφυρτος 3 αιμάτινος 4 αιματόβρεκτος 5 αιματωμένος 6 αιματηρός 7 ματωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |