Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crumìro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kruˈmiro]

1 χαρτοκλέφτης
2 απεργοσπάστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crumiraggio cruna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crudeltà (θηλ.ουσ)
crudezza (θηλ.ουσ)
crudo (αρσ. επίθ και ουσ)
cruento (επίθ.)
crumiraggio (ουσ αρσ )
crumiro (αρσ. επίθ και ουσ)
cruna (θηλ.ουσ)
cruore (ουσ αρσ )
crup (ουσ αρσ )
crurale (επίθ.)
crusca (θηλ.ουσ)
cruscante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cruschello (ουσ αρσ )
cruscherello (ουσ αρσ )
cruscone (ουσ αρσ )
cruscoso (επίθ.)
cruscotto (ουσ αρσ )
ctenofori (ουσ αρσ πληθ.)
cu (ουσ αρσ και θηλ.)
cuba (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---