Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrùdo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkrudo] ωμός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprosciutto [αρσ.] crudo = το αέρος χοιρομέρι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |