Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crùdo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrudo]

ωμός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crudezza cruento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prosciutto [αρσ.] crudo = το αέρος χοιρομέρι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cruciforme (επίθ.)
cruciverba (ουσ αρσ )
crudele (αρσ. επίθ και ουσ)
crudeltà (θηλ.ουσ)
crudezza (θηλ.ουσ)
crudo (αρσ. επίθ και ουσ)
cruento (επίθ.)
crumiraggio (ουσ αρσ )
crumiro (αρσ. επίθ και ουσ)
cruna (θηλ.ουσ)
cruore (ουσ αρσ )
crup (ουσ αρσ )
crurale (επίθ.)
crusca (θηλ.ουσ)
cruscante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cruschello (ουσ αρσ )
cruscherello (ουσ αρσ )
cruscone (ουσ αρσ )
cruscoso (επίθ.)
cruscotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---