Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crudézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kruˈdettsa]

1 ωμότητα
2 σκληρότητα
3 κανιβαλισμός
4 σκληράδα
5 χοντροκοπιά
6 τραχύτητα
7 αγριότητα
8 αγένεια
9 δριμύτητα
10 βαρβαρότητα
11 βαναυσότητα
12 βιαιότητα
13 θηριωδία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crudeltà crudo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cruciale (επίθ.)
cruciforme (επίθ.)
cruciverba (ουσ αρσ )
crudele (αρσ. επίθ και ουσ)
crudeltà (θηλ.ουσ)
crudezza (θηλ.ουσ)
crudo (αρσ. επίθ και ουσ)
cruento (επίθ.)
crumiraggio (ουσ αρσ )
crumiro (αρσ. επίθ και ουσ)
cruna (θηλ.ουσ)
cruore (ουσ αρσ )
crup (ουσ αρσ )
crurale (επίθ.)
crusca (θηλ.ουσ)
cruscante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cruschello (ουσ αρσ )
cruscherello (ουσ αρσ )
cruscone (ουσ αρσ )
cruscoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---