Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcruscànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [krusˈkante] 1 σχολαστικός 2 επιτηδευμένος συγγραφέας (ομιλητής) 3 καθαρολόγος 4 ακαδημαὶκός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |