Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cubìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈbia]

1 τμήμα πλώρης με τρύπες κάβων
2 τρύπα διόδου αλυσίδας άγκυρας
3 τρύπα διόδου χοντρού κάβου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cubetto cubicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuba (θηλ.ουσ)
cubare (ρ. μτβ.)
cubatura (θηλ.ουσ)
cubebe (ουσ αρσ )
cubetto (ουσ αρσ )
cubia (θηλ.ουσ)
cubicità (θηλ.ουσ)
cubico (επίθ.)
cubicolo (ουσ αρσ )
cubiforme (επίθ.)
cubilotto (ουσ αρσ )
cubismo (ουσ αρσ )
cubista (ουσ αρσ και θηλ.)
cubista (επίθ.)
cubistico (επίθ.)
cubitale (επίθ.)
cubito (ουσ αρσ )
cubo (ουσ αρσ )
cubo (επίθ.)
cuboide (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---