Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùbito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkubito]

1 πήχης ίσος με 18 ίντσες
2 ωλένη
3 αγκώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cubitale cubo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cubismo (ουσ αρσ )
cubista (ουσ αρσ και θηλ.)
cubista (επίθ.)
cubistico (επίθ.)
cubitale (επίθ.)
cubito (ουσ αρσ )
cubo (ουσ αρσ )
cubo (επίθ.)
cuboide (ουσ αρσ )
cuboide (επίθ.)
cuccagna (θηλ.ουσ)
cuccare (ρ. μτβ.)
cuccetta (θηλ.ουσ)
cucchiaia (θηλ.ουσ)
cucchiaiata (θηλ.ουσ)
cucchiaino (ουσ αρσ )
cucchiaio (ουσ αρσ )
cucchiaione (ουσ αρσ )
cuccia (θηλ.ουσ)
cucciare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---