Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›cucchiaióne

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

cucchiaióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kukkjaˈjone]

1 όργανο σε σχήμα κουτάλας
2 κουτάλα


permalink
‹ cucchiaio
cuccia ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cuccetta (θηλ.ουσ)
cucchiaia (θηλ.ουσ)
cucchiaiata (θηλ.ουσ)
cucchiaino (ουσ αρσ )
cucchiaio (ουσ αρσ )
cucchiaione (ουσ αρσ )
cuccia (θηλ.ουσ)
cucciare (ρ.αμτβ.)
cucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
cucciolata (θηλ.ουσ)
cucciolo (ουσ αρσ )
cucco (ουσ αρσ )
cuccù (ουσ αρσ )
cuccuma (θηλ.ουσ)
cucina (θηλ.ουσ)
cucinabile (επίθ.)
cucinare (ρ. μτβ.)
cuciniere (ουσ αρσ )
cucinino (ουσ αρσ )
cucinotto (ουσ αρσ )


---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti