Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cucìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈʧina]

1 (stanza) η κουζίνα
2 (elettrodomestico) η ηλεκτρική κουζίνα
3 (tradizione) η κούζινα
4 (scienza) η μαγειρική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cuccuma cucinabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


panna [θηλ.] da cucina = η κρέμα γάλακτος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cucciolata (θηλ.ουσ)
cucciolo (ουσ αρσ )
cucco (ουσ αρσ )
cuccù (ουσ αρσ )
cuccuma (θηλ.ουσ)
cucina (θηλ.ουσ)
cucinabile (επίθ.)
cucinare (ρ. μτβ.)
cuciniere (ουσ αρσ )
cucinino (ουσ αρσ )
cucinotto (ουσ αρσ )
cucire (ρ. μτβ.)
cucirino (ουσ αρσ )
cucita (θηλ.ουσ)
cucito (ουσ αρσ )
cucito (επίθ.)
cucitoio (ουσ αρσ )
cucitore (ουσ αρσ )
cucitrice (θηλ.ουσ)
cucitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---