Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùcciolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkutʧolo]

το κουτάβι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cucciolata cucco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cucchiaione (ουσ αρσ )
cuccia (θηλ.ουσ)
cucciare (ρ.αμτβ.)
cucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
cucciolata (θηλ.ουσ)
cucciolo (ουσ αρσ )
cucco (ουσ αρσ )
cuccù (ουσ αρσ )
cuccuma (θηλ.ουσ)
cucina (θηλ.ουσ)
cucinabile (επίθ.)
cucinare (ρ. μτβ.)
cuciniere (ουσ αρσ )
cucinino (ουσ αρσ )
cucinotto (ουσ αρσ )
cucire (ρ. μτβ.)
cucirino (ουσ αρσ )
cucita (θηλ.ουσ)
cucito (ουσ αρσ )
cucito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---