Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcùcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkukko] 1 βλάκας 2 κανακάρης 3 αγαπητός 4 μπούφος 5 ηλίθιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |