Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cu  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈku]

το γράμμα q


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ctenofori cuba  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cruscherello (ουσ αρσ )
cruscone (ουσ αρσ )
cruscoso (επίθ.)
cruscotto (ουσ αρσ )
ctenofori (ουσ αρσ πληθ.)
cu (ουσ αρσ και θηλ.)
cuba (θηλ.ουσ)
cubare (ρ. μτβ.)
cubatura (θηλ.ουσ)
cubebe (ουσ αρσ )
cubetto (ουσ αρσ )
cubia (θηλ.ουσ)
cubicità (θηλ.ουσ)
cubico (επίθ.)
cubicolo (ουσ αρσ )
cubiforme (επίθ.)
cubilotto (ουσ αρσ )
cubismo (ουσ αρσ )
cubista (ουσ αρσ και θηλ.)
cubista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---