Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crucifórme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kruʧiˈforme]

1 σταυρωτός
2 σταυροειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cruciale cruciverba  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

crucciare (ρ. μτβ.)
crucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
crucciato (επίθ.)
cruccio (ουσ αρσ )
cruciale (επίθ.)
cruciforme (επίθ.)
cruciverba (ουσ αρσ )
crudele (αρσ. επίθ και ουσ)
crudeltà (θηλ.ουσ)
crudezza (θηλ.ουσ)
crudo (αρσ. επίθ και ουσ)
cruento (επίθ.)
crumiraggio (ουσ αρσ )
crumiro (αρσ. επίθ και ουσ)
cruna (θηλ.ουσ)
cruore (ουσ αρσ )
crup (ουσ αρσ )
crurale (επίθ.)
crusca (θηλ.ουσ)
cruscante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---