Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crùccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrutʧo]

1 στενοχώρια
2 βάσανο
3 ανησυχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crucciato cruciale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

croton (ουσ αρσ )
croupier (ουσ αρσ )
crucciare (ρ. μτβ.)
crucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
crucciato (επίθ.)
cruccio (ουσ αρσ )
cruciale (επίθ.)
cruciforme (επίθ.)
cruciverba (ουσ αρσ )
crudele (αρσ. επίθ και ουσ)
crudeltà (θηλ.ουσ)
crudezza (θηλ.ουσ)
crudo (αρσ. επίθ και ουσ)
cruento (επίθ.)
crumiraggio (ουσ αρσ )
crumiro (αρσ. επίθ και ουσ)
cruna (θηλ.ουσ)
cruore (ουσ αρσ )
crup (ουσ αρσ )
crurale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---