Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcròsta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkrɔsta] 1 (di pane) η κόρα 2 (di formaggio) η πέτσα 3 (di ferita) η κρούστα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |