Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrostìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [krosˈtino] 1 ψημένο κομμάτι ψωμιού 2 φρυγανιά 3 ψητό ψωμί ή φρυγανιά με αρωματικά εδέσματα 4 κύβος ψημένου ψωμιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |