Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cròscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkrɔʃʃo]

1 θρόισμα
2 ξυλοδαρμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  crosciare crossare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cronoscopio (ουσ αρσ )
cronotecnica (θηλ.ουσ)
cronotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
cronotopo (ουσ αρσ )
crosciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
croscio (ουσ αρσ )
crossare (ρ.αμτβ.)
crosta (θηλ.ουσ)
crostacei (ουσ αρσ πληθ.)
crostaceo (ουσ αρσ )
crostata (θηλ.ουσ)
crostino (ουσ αρσ )
crostone (ουσ αρσ )
crostoso (επίθ.)
crotalo (ουσ αρσ )
croton (ουσ αρσ )
croupier (ουσ αρσ )
crucciare (ρ. μτβ.)
crucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
crucciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---