Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corpùscolo (ουσ αρσ ) córrere (ρ.αμτβ.)
corredàre (ρ. μτβ.) córrere (ρ. μτβ.)
corredarsi (ρ.μ. (αντων.)) corresponsàbile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
corredìno (ουσ αρσ ) corresponsabilità (θηλ.ουσ)
corrèdo (ουσ αρσ ) corresponsiòne (θηλ.ουσ)
corrèggere (ρ. μτβ.) correttaménte (επίρ.)
corrèggersi (ρ. μ. αμτβ.) correttézza (θηλ.ουσ)
corréggia (θηλ.ουσ) correttìvo (ουσ αρσ )
correggiàto (ουσ αρσ ) correttìvo (επίθ.)
correggìbile (επίθ.) corrètto (επίθ.)
corregionàle (αρσ. επίθ και ουσ) correttóre (ουσ αρσ )
correità (θηλ.ουσ) correzionàle (ουσ αρσ )
correlàre (ρ. μτβ.) correzionàle (επίθ.)
correlatìvo (επίθ.) correzióne (θηλ.ουσ)
correlàto (επίθ.) corrìda (θηλ.ουσ)
correlazióne (θηλ.ουσ) corridóio (ουσ αρσ )
corrènte (θηλ.ουσ) corridóre (ουσ αρσ )
corrènte (επίθ.) corridóre (επίθ.)
correnteménte (επίρ.) corrièra (θηλ.ουσ)
correntézza (θηλ.ουσ) corrière (ουσ αρσ )
correntìno (ουσ αρσ ) corrigèndo (ουσ αρσ )
correntìsta (ουσ αρσ και θηλ.) corrimàno (ουσ αρσ )
correntìzio (επίθ.) corrispettività (θηλ.ουσ)
correntocrazìa (θηλ.ουσ) corrispettìvo (ουσ αρσ )
còrreo, corrèo (ουσ αρσ ) corrispettìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: