Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alloglòtta (επίθ.) allucinògeno (ουσ αρσ )
alloglòtto (αρσ. επίθ και ουσ) allucinògeno (επίθ.)
allontanaménto (ουσ αρσ ) allucinòsi (θηλ.ουσ)
allontanàre (ρ. μτβ.) allùda (θηλ.ουσ)
allontanàrsi (ρ. μ. αμτβ.) allùdere (ρ.αμτβ.)
allontanato (επίθ.) allumàre (ρ. μτβ.)
allopatìa (θηλ.ουσ) allùme (ουσ αρσ )
allopàtico (ουσ αρσ ) allumìna (θηλ.ουσ)
allopàtico (επίθ.) alluminatùra (θηλ.ουσ)
allóra (σύνδ.) allumìnio (ουσ αρσ )
allóra (επίρ.) alluminòsi (θηλ.ουσ)
allorché (σύνδ.) alluminotermìa (θηλ.ουσ)
allòro (ουσ αρσ ) allunàggio (ουσ αρσ )
allorquàndo (σύνδ.) allunàre (ρ.αμτβ.)
allotrapiànto (ουσ αρσ ) allungàbile (επίθ.)
allotropìa (θηλ.ουσ) allungaménto (ουσ αρσ )
allotròpico (επίθ.) allungàre (ρ. μτβ.)
allòtropo (ουσ αρσ ) allungàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
àlluce (ουσ αρσ ) allungatùra (θηλ.ουσ)
allucinànte (επίθ.) allùngo (ουσ αρσ )
allucinàre (ρ. μτβ.) allusióne (θηλ.ουσ)
allucinàto (ουσ αρσ ) allusìvo (επίθ.)
allucinàto (επίθ.) alluviàle (ουσ αρσ )
allucinatòrio (αρσ. επίθ και ουσ) alluviàle (επίθ.)
allucinazióne (θηλ.ουσ) alluvionàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: