Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accrédito (ουσ αρσ ) accusatìvo (ουσ αρσ )
accréscere (ρ. μτβ. και αμετβ.) accusàto (ουσ αρσ )
accréscersi (ρ. μ. αμτβ.) accusàto (επίθ.)
accresciménto (ουσ αρσ ) accusatóre (ουσ αρσ )
accrescitìvo (αρσ. επίθ και ουσ) accusatòrio (επίθ.)
accucciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) acefalìa (θηλ.ουσ)
accudìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) acèfalo (αρσ. επίθ και ουσ)
acculàre (ρ. μτβ.) acellulàre (επίθ.)
acculturàre (ρ. μτβ.) acerbaménte (επίρ.)
acculturazióne (θηλ.ουσ) acerbetto (επίθ.)
accumulàbile (επίθ.) acerbézza (θηλ.ουσ)
accumulaménto (ουσ αρσ ) acerbità (θηλ.ουσ)
accumulàre (ρ. μτβ.) acèrbo (επίθ.)
accumulàrsi (ρ. μ. αμτβ.) aceréta (θηλ.ουσ)
accumulatóre (αρσ. επίθ και ουσ) àcero (ουσ αρσ )
accumulazióne (θηλ.ουσ) acèrrimo (επίθ.)
accùmulo (ουσ αρσ ) acescènte (επίθ.)
accurataménte (επίρ.) acescènza (θηλ.ουσ)
accuratézza (θηλ.ουσ) acetàbolo (ουσ αρσ )
accuràto (επίθ.) acetaldèide (θηλ.ουσ)
accùsa (θηλ.ουσ) acetàle (ουσ αρσ )
accusàbile (επίθ.) acetammìde (θηλ.ουσ)
accusànte (επίθ.) acetàto (ουσ αρσ )
accusàre (ρ. μτβ.) acètico (επίθ.)
accusarsi (ρ.μ. (αντων.)) acetificàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: