Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tracchéggio (ουσ αρσ ) tracòllo (ουσ αρσ )
tràccia (θηλ.ουσ) tracòma (ουσ αρσ )
tracciaménto (ουσ αρσ ) tracomatóso (ουσ αρσ )
tracciànte (ουσ αρσ ) tracomatóso (επίθ.)
tracciànte (επίθ.) tracotànte (ουσ αρσ και θηλ.)
tracciàre (ρ. μτβ.) tracotànte (επίθ.)
tracciàto (αρσ. επίθ και ουσ) tracotànza (θηλ.ουσ)
tracciatóre (ουσ αρσ ) tradescànzia (θηλ.ουσ)
tracciatrìce (θηλ.ουσ) tradiménto (ουσ αρσ )
tracciatùra (θηλ.ουσ) tradìre (ρ. μτβ.)
tràce (ουσ αρσ ) tradirsi (ρ.μ. (αντων.))
tràce (επίθ.) traditóre (αρσ. επίθ και ουσ)
trachèa (θηλ.ουσ) traditoresco (επίθ.)
tracheàle (επίθ.) traditrìce (θηλ.ουσ)
trachèide (θηλ.ουσ) tradizionàle (επίθ.)
tracheìte (θηλ.ουσ) tradizionalìsmo (ουσ αρσ )
tracheotomìa (θηλ.ουσ) tradizionalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
trachìte (θηλ.ουσ) tradizionalìstico (επίθ.)
tràcia (θηλ.ουσ) tradizionalménte (επίρ.)
tracimàre (ρ.αμτβ.) tradizióne (θηλ.ουσ)
tracimazióne (θηλ.ουσ) tradótta (θηλ.ουσ)
tràcio (ουσ αρσ ) tradótto (επίθ.)
tràcio (επίθ.) traducìbile (επίθ.)
tracòlla (θηλ.ουσ) tradùrre (ρ. μτβ.)
tracollàre (ρ.αμτβ.) traduttóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: