Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tracòlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [traˈkɔlla]

ο ιμάντας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tracio tracollare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a tracolla = με ιμάντα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tracia (θηλ.ουσ)
tracimare (ρ.αμτβ.)
tracimazione (θηλ.ουσ)
tracio (ουσ αρσ )
tracio (επίθ.)
tracolla (θηλ.ουσ)
tracollare (ρ.αμτβ.)
tracollo (ουσ αρσ )
tracoma (ουσ αρσ )
tracomatoso (ουσ αρσ )
tracomatoso (επίθ.)
tracotante (ουσ αρσ και θηλ.)
tracotante (επίθ.)
tracotanza (θηλ.ουσ)
tradescanzia (θηλ.ουσ)
tradimento (ουσ αρσ )
tradire (ρ. μτβ.)
tradirsi (ρ.μ. (αντων.))
traditore (αρσ. επίθ και ουσ)
traditoresco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---