ItalianoGreco


tracòllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traˈkɔllo]

1 αφανισμός
2 βαριά ζημιά
3 οικονομικό κραχ
4 θρυμμάτισμα
5 συντριβή
6 κατάρρευση
7 τσάκισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---