Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traditrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tradiˈtriʧe]

1 δόλια γυναίκα
2 άπιστη
3 προδότρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traditoresco tradizionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tradimento (ουσ αρσ )
tradire (ρ. μτβ.)
tradirsi (ρ.μ. (αντων.))
traditore (αρσ. επίθ και ουσ)
traditoresco (επίθ.)
traditrice (θηλ.ουσ)
tradizionale (επίθ.)
tradizionalismo (ουσ αρσ )
tradizionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tradizionalistico (επίθ.)
tradizionalmente (επίρ.)
tradizione (θηλ.ουσ)
tradotta (θηλ.ουσ)
tradotto (επίθ.)
traducibile (επίθ.)
tradurre (ρ. μτβ.)
traduttore (ουσ αρσ )
traduzione (θηλ.ουσ)
traenza (θηλ.ουσ)
trafelato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---