Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtraduttóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tradutˈtore] 1 μεταφραστής 2 ερμηνευτής 3 δραγουμάνος 4 διερμηνέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |