ItalianoGreco


trafficàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [traffiˈkare]

1 νταραβερίζομαι
2 είμαι απασχολημένος
3 κάνω συναλλαγή
4 συναλλάσσομαι
5 εμπορεύομαι
6 διακινώ
7 κινούμαι ζωηρά
8 έχω δοσοληψίες
9 απασχολούμαι με

trafficàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [traffiˈkare]

πουλώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---