Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trafèrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traˈfɛrro]

διάκενο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trafelato trafficante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tradurre (ρ. μτβ.)
traduttore (ουσ αρσ )
traduzione (θηλ.ουσ)
traenza (θηλ.ουσ)
trafelato (επίθ.)
traferro (ουσ αρσ )
trafficante (ουσ αρσ )
trafficare (ρ.αμτβ.)
trafficare (ρ. μτβ.)
traffichino (αρσ. επίθ και ουσ)
traffico (ουσ αρσ )
trafficone (ουσ αρσ )
trafiggere (ρ. μτβ.)
trafila (θηλ.ουσ)
trafilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trafilato (ουσ αρσ )
trafilato (επίθ.)
trafilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trafilatrice (θηλ.ουσ)
trafilatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---