Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtràffico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtraffiko] 1 η κυκλοφορία 2 (commercio) το εμπόριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |