Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrafittùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [trafitˈtura] 1 διατρύπηση 2 διαπεραστικός πόνος 3 διάτρηση 4 σουβλιά πόνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |