Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtraforazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [traforatˈtsjone] 1 τρυπανισμός 2 διατρύπηση 3 τρυπάνισμα 4 τρήσις 5 άνοιγμα τούνελ (σε βουνό κλπ) 6 τρύπα 7 διάτρηση 8 σήραγγα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |