Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traghettaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tragettaˈmento]

1 μεταφορά στην αντίπερα όχθη
2 διαπόρθμευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tragediografo traghettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traforo (ουσ αρσ )
trafugamento (ουσ αρσ )
trafugare (ρ. μτβ.)
tragedia (θηλ.ουσ)
tragediografo (ουσ αρσ )
traghettamento (ουσ αρσ )
traghettare (ρ. μτβ.)
traghettatore (ουσ αρσ )
traghetto (ουσ αρσ )
tragicamente (επίρ.)
tragicità (θηλ.ουσ)
tragico (ουσ αρσ )
tragico (επίθ.)
tragicomico (αρσ. επίθ και ουσ)
tragicommedia (θηλ.ουσ)
tragitto (ουσ αρσ )
trago (ουσ αρσ )
traguardare (ρ. μτβ.)
traguardo (ουσ αρσ )
traiano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---