Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtraghettatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tragettaˈtore] 1 περάτης 2 πορθμέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |