Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtràina, traìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtrajna], [traˈina] κάβος ρυμούλκησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |