Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trainàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trajˈnare]

σέρνω, τραβώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traina traino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traguardare (ρ. μτβ.)
traguardo (ουσ αρσ )
traiano (επίθ.)
traiettoria (θηλ.ουσ)
traina (θηλ.ουσ)
trainare (ρ. μτβ.)
traino (ουσ αρσ )
trait d'union (ουσ αρσ )
tralasciare (ρ. μτβ.)
tralcio (ουσ αρσ )
traliccio (ουσ αρσ )
tralignamento (ουσ αρσ )
tralignare (ρ.αμτβ.)
tralucente (επίθ.)
tralucere (ρ.αμτβ.)
tram (ουσ αρσ )
trama (θηλ.ουσ)
tramaglio (ουσ αρσ )
tramandare (ρ. μτβ.)
tramare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---