Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tralùcere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [traˈluʧere]

1 ακτινοβολώ
2 απαστράπτω
3 λαμποκοπώ
4 αντιφεγγίζω
5 φέγγω
6 είμαι διαφανής
7 λάμπω
8 φεγγρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tralucente tram  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tralcio (ουσ αρσ )
traliccio (ουσ αρσ )
tralignamento (ουσ αρσ )
tralignare (ρ.αμτβ.)
tralucente (επίθ.)
tralucere (ρ.αμτβ.)
tram (ουσ αρσ )
trama (θηλ.ουσ)
tramaglio (ουσ αρσ )
tramandare (ρ. μτβ.)
tramare (ρ. μτβ.)
trambusto (ουσ αρσ )
tramenare (ρ.αμτβ.)
tramenare (ρ. μτβ.)
tramenio (ουσ αρσ )
tramestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramestio (ουσ αρσ )
tramezza (θηλ.ουσ)
tramezzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramezzino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---