Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtramenìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trameˈnio] 1 μεγάλη κίνηση και βαβούρα 2 αναδίφηση 3 πηγαινέλα 4 φασαρία και ζωηρότητα 5 σκάλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |