Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trambùsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tramˈbusto]

1 αναστάτωση
2 χαλασμός
3 βαβούρα
4 καλαμπαλίκι
5 κοσμοχαλασιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tramare tramenare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tram (ουσ αρσ )
trama (θηλ.ουσ)
tramaglio (ουσ αρσ )
tramandare (ρ. μτβ.)
tramare (ρ. μτβ.)
trambusto (ουσ αρσ )
tramenare (ρ.αμτβ.)
tramenare (ρ. μτβ.)
tramenio (ουσ αρσ )
tramestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramestio (ουσ αρσ )
tramezza (θηλ.ουσ)
tramezzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramezzino (ουσ αρσ )
tramezzo (αρσ. επίθ και ουσ)
tramite (ουσ αρσ )
tramite (πρόθ.)
tramoggia (θηλ.ουσ)
tramontana (θηλ.ουσ)
tramontare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---