Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tramezzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tramedˈdzare]

1 παρεμβάλλω
2 διαμελίζω
3 παρενείρω
4 παρενθέτω
5 ενθέτω
6 διαιρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tramezza tramezzino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tramenare (ρ. μτβ.)
tramenio (ουσ αρσ )
tramestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramestio (ουσ αρσ )
tramezza (θηλ.ουσ)
tramezzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramezzino (ουσ αρσ )
tramezzo (αρσ. επίθ και ουσ)
tramite (ουσ αρσ )
tramite (πρόθ.)
tramoggia (θηλ.ουσ)
tramontana (θηλ.ουσ)
tramontare (ρ.αμτβ.)
tramonto (ουσ αρσ )
tramortimento (ουσ αρσ )
tramortire (ρ.αμτβ.)
tramortire (ρ. μτβ.)
tramortito (επίθ.)
trampoliere (ουσ αρσ )
trampolino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---