Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tramestìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tramesˈtio]

1 σύγχυση
2 νταβαντούρι
3 σαματάς
4 βαβυλωνία
5 πανδαιμόνιο
6 αναμπουμπούλα
7 φασαρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tramestare tramezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trambusto (ουσ αρσ )
tramenare (ρ.αμτβ.)
tramenare (ρ. μτβ.)
tramenio (ουσ αρσ )
tramestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramestio (ουσ αρσ )
tramezza (θηλ.ουσ)
tramezzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramezzino (ουσ αρσ )
tramezzo (αρσ. επίθ και ουσ)
tramite (ουσ αρσ )
tramite (πρόθ.)
tramoggia (θηλ.ουσ)
tramontana (θηλ.ουσ)
tramontare (ρ.αμτβ.)
tramonto (ουσ αρσ )
tramortimento (ουσ αρσ )
tramortire (ρ.αμτβ.)
tramortire (ρ. μτβ.)
tramortito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---