Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tramortiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tramortiˈmento]

1 ολιγοψυχία
2 σβήσιμο
3 μπαΐλντισμα
4 λιποθυμία
5 λιγοθυμιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tramonto tramortire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tramite (πρόθ.)
tramoggia (θηλ.ουσ)
tramontana (θηλ.ουσ)
tramontare (ρ.αμτβ.)
tramonto (ουσ αρσ )
tramortimento (ουσ αρσ )
tramortire (ρ.αμτβ.)
tramortire (ρ. μτβ.)
tramortito (επίθ.)
trampoliere (ουσ αρσ )
trampolino (ουσ αρσ )
trampolo (ουσ αρσ )
tramutamento (ουσ αρσ )
tramutare (ρ. μτβ.)
tramutarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranche (θηλ.ουσ)
trancia (θηλ.ουσ)
tranciare (ρ. μτβ.)
tranciatore (ουσ αρσ )
tranciatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---