Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtramutaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tramutaˈmento] 1 μεταμόρφωση 2 μεταλλαγή 3 μετουσίωση 4 μετασχηματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |