Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tràmpolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrampolo]

1 ψηλά τακούνια
2 πατίκι
3 ξυλοπόδαρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trampolino tramutamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tramortire (ρ.αμτβ.)
tramortire (ρ. μτβ.)
tramortito (επίθ.)
trampoliere (ουσ αρσ )
trampolino (ουσ αρσ )
trampolo (ουσ αρσ )
tramutamento (ουσ αρσ )
tramutare (ρ. μτβ.)
tramutarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranche (θηλ.ουσ)
trancia (θηλ.ουσ)
tranciare (ρ. μτβ.)
tranciatore (ουσ αρσ )
tranciatrice (θηλ.ουσ)
tranciatura (θηλ.ουσ)
trancio (ουσ αρσ )
tranello (ουσ αρσ )
trangugiamento (ουσ αρσ )
trangugiare (ρ. μτβ.)
tranne (πρόθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---