Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtranciatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tranʧaˈtura] κόψιμο μετάλλου με μηχανικό ψαλίδι ή πρέσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |