Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tranciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tranʧaˈtura]

κόψιμο μετάλλου με μηχανικό ψαλίδι ή πρέσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tranciatrice trancio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tranche (θηλ.ουσ)
trancia (θηλ.ουσ)
tranciare (ρ. μτβ.)
tranciatore (ουσ αρσ )
tranciatrice (θηλ.ουσ)
tranciatura (θηλ.ουσ)
trancio (ουσ αρσ )
tranello (ουσ αρσ )
trangugiamento (ουσ αρσ )
trangugiare (ρ. μτβ.)
tranne (πρόθ.)
tranquillamente (επίρ.)
tranquillante (ουσ αρσ )
tranquillante (επίθ.)
tranquillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tranquillarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillità (θηλ.ουσ)
tranquillizzare (ρ. μτβ.)
tranquillizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---