Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tranquillànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trankwilˈlante]

το ηρεμιστικό

tranquillànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trankwilˈlante]

1 διαβεβαιωτικός
2 ηρεμιστικός
3 εξασφαλιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tranquillamente tranquillare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tranello (ουσ αρσ )
trangugiamento (ουσ αρσ )
trangugiare (ρ. μτβ.)
tranne (πρόθ.)
tranquillamente (επίρ.)
tranquillante (ουσ αρσ )
tranquillante (επίθ.)
tranquillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tranquillarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillità (θηλ.ουσ)
tranquillizzare (ρ. μτβ.)
tranquillizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillo (επίθ.)
transalpino (αρσ. επίθ και ουσ)
transatlantico (ουσ αρσ )
transatlantico (επίθ.)
transatto (αρσ. επίθ και ουσ)
transazione (θηλ.ουσ)
transcontinentale (επίθ.)
transeat (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---