Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtranquillànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trankwilˈlante] το ηρεμιστικό tranquillànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [trankwilˈlante] 1 διαβεβαιωτικός 2 ηρεμιστικός 3 εξασφαλιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |