Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tranquillàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [trankwilˈlare]

1 γαληνεύω
2 ηρεμώ
3 καλμάρω
4 ηρεμίζω

tranquillarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [trankwilˈlarsi]

1 γαληνεύω
2 καλμάρω
3 ηρεμώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tranquillante tranquillità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trangugiare (ρ. μτβ.)
tranne (πρόθ.)
tranquillamente (επίρ.)
tranquillante (ουσ αρσ )
tranquillante (επίθ.)
tranquillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tranquillarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillità (θηλ.ουσ)
tranquillizzare (ρ. μτβ.)
tranquillizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillo (επίθ.)
transalpino (αρσ. επίθ και ουσ)
transatlantico (ουσ αρσ )
transatlantico (επίθ.)
transatto (αρσ. επίθ και ουσ)
transazione (θηλ.ουσ)
transcontinentale (επίθ.)
transeat (επιφ.)
transessuale (ουσ αρσ και θηλ.)
transessuale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---