Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtranquillizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [trankwillidˈdzare] καθησυχάζω tranquillizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [trankwillidˈdzarsi] 1 εφησυχάζω 2 ησυχάζω 3 γαληνεύω 4 ηρεμώ 5 βασίζομαι 6 επαναπαύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |