Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtransàtto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [tranˈsatto] 1 δεδικασμένος 2 συμβιβασμένος (δικαστικά) 3 ρυθμισμένος (δικαστικά) 4 διευθετηθείς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |