Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


transàtto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tranˈsatto]

1 δεδικασμένος
2 συμβιβασμένος (δικαστικά)
3 ρυθμισμένος (δικαστικά)
4 διευθετηθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  transatlantico transazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tranquillizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillo (επίθ.)
transalpino (αρσ. επίθ και ουσ)
transatlantico (ουσ αρσ )
transatlantico (επίθ.)
transatto (αρσ. επίθ και ουσ)
transazione (θηλ.ουσ)
transcontinentale (επίθ.)
transeat (επιφ.)
transessuale (ουσ αρσ και θηλ.)
transessuale (επίθ.)
transessualità (θηλ.ουσ)
transetto (ουσ αρσ )
transeunte (επίθ.)
transfert (ουσ αρσ )
transfuga (ουσ αρσ και θηλ.)
transiberiana (θηλ.ουσ)
transiberiano (επίθ.)
transiente (αρσ. επίθ και ουσ)
transigere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---