ItalianoGreco


transìgere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tranˈziʤere]

1 τακτοποιώ (προδικαστικά)
2 υποχωρώ
3 συμβιβάζομαι
4 συνθηκολογώ

transìgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tranˈziʤere]

συμβιβάζω (αντιδίκους)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---