Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


transìgere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tranˈziʤere]

1 τακτοποιώ (προδικαστικά)
2 υποχωρώ
3 συμβιβάζομαι
4 συνθηκολογώ

transìgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tranˈziʤere]

συμβιβάζω (αντιδίκους)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  transiente transistor  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

transfert (ουσ αρσ )
transfuga (ουσ αρσ και θηλ.)
transiberiana (θηλ.ουσ)
transiberiano (επίθ.)
transiente (αρσ. επίθ και ουσ)
transigere (ρ.αμτβ.)
transigere (ρ. μτβ.)
transistor (ουσ αρσ )
transistore (ουσ αρσ )
transistorizzare (ρ. μτβ.)
transistorizzazione (θηλ.ουσ)
transitabile (επίθ.)
transitabilità (θηλ.ουσ)
transitare (ρ.αμτβ.)
transitivamente (επίρ.)
transitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
transito (ουσ αρσ )
transitorietà (θηλ.ουσ)
transitorio (αρσ. επίθ και ουσ)
transizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---