Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


transistor  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tranˈsistor]

1 ημιαγωγός
2 τρανζίστορ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  transigere transistore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

transiberiana (θηλ.ουσ)
transiberiano (επίθ.)
transiente (αρσ. επίθ και ουσ)
transigere (ρ.αμτβ.)
transigere (ρ. μτβ.)
transistor (ουσ αρσ )
transistore (ουσ αρσ )
transistorizzare (ρ. μτβ.)
transistorizzazione (θηλ.ουσ)
transitabile (επίθ.)
transitabilità (θηλ.ουσ)
transitare (ρ.αμτβ.)
transitivamente (επίρ.)
transitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
transito (ουσ αρσ )
transitorietà (θηλ.ουσ)
transitorio (αρσ. επίθ και ουσ)
transizione (θηλ.ουσ)
translunare (επίθ.)
transoceanico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---